πλημμελῶ

πλημμελῶ
πλημμελέω
make a false note in music
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
πλημμελέω
make a false note in music
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλημμελώ — έω, Α [πλημμελής] διαπράττω σφάλμα σε κάτι σαν να τραγουδώ παράφωνα («τοὺς ἑκουσίως καὶ δι ὕβριν τι πλημμελοῡντας», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • πλημμέλεια — ἡ, ΜΑ [πλημμελώ] παράλειψη τού να πράξει κανείς το σωστό, σφάλμα ή αμάρτημα αρχ. μουσ. παραφωνία …   Dictionary of Greek

  • πλημμέλημα — το, ΝΜΑ [πλημμελώ] παράπτωμα, σφάλμα («τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῡ πλημμελήματα», Αισχίν.) νεοελλ. κάθε αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης 10 ημέρες έως 9 χρόνια ή ποινή χρηματική από 2.000 έως 1.000.000 δρχ., ή περιορισμό, άπ αόριστον συνήθως, σε… …   Dictionary of Greek

  • πλημμέλησις — ήσεως, ἡ, Α [πλημμελώ] αμαρτία …   Dictionary of Greek

  • συμπλημμελώ — έω, ΜΑ διαπράττω το ίδιο πλημμέλημα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλημμελῶ (< πλημμελής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”